- επικεφάλαιος
- ἐπικεφάλαιος, -ον (AM)1. αυτός που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι2. (για φόρο) αυτός που καταβάλλεται κατ’ άτομο3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικεφάλαιονα) κεφαλικός φόροςβ) κατάλογος, μητρώογ) μέτρο βάρους ίσο με δύο δίδραχμα*.επίρρ...ἐπικεφαλαίωςπεριληπτικά, συνοπτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεφαλαίος (< κεφαλή + επίθημα -αιος)].
Dictionary of Greek. 2013.